Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ενθρόνιση [s. femm.] ενισχύω {ενίσχυ-σα...
ενθυλακώνω {ενθυλάκω-... ενναμήνια [avv.]
ενθυλάκωση [s. femm.] ενναούργιος [agg.]
ενθύμημα {ενθυμήμ-α... ενναπλώ [v. trans.]
ενθύμηση {-ης κ. -ή... εννέα [agg. num. card.]
ενθυμητικό {χωρ. πληθ... εννεάγωνο [s. nt.]
ενθυμητικόν [s. nt.] εννεαετής [agg.]
ενθυμίζω {ενεθύμισα... εννεακόσιοι [s. masch. pl.]
ενθύμιο {ενθυμί-ου... εννεασύλλαβος [agg.]
ενθυμούμαι {ενθυμείσα... εννιά [agg. num. card.]
ενιαίος [agg.] εννιακόσια [s. nt.]
ενιαύσιος [agg.] εννιακοσιοστός [agg.]
ενίδρυση [s. femm.] εννιάμερα {χωρ. γεν....
ενιδρύω [v. trans.] εννιάχρονος [agg.]
ενικός {χωρ. πληθ... εννοειται [v. imp.]
ενικός [s. masch.] εννοημένος [agg.]
ενίοτε [avv.] έννοια {2} {-ας κ. (λ...
ενισμός {χωρ. πληθ... έννοια {1} {-ας κ. (λ...
ενίσταμαι {ενίστα-σα... εννοιανός [agg.]
ενιστικός [agg.] εννοιολογικός [agg.]
ενισχυμένος [agg.] έννομος [agg.]
ενισχύομαι [v. pass.] εννοούμαι [v. pass.]
ενίσχυση {-ης κ. -ύ... εννοσσιεύω [v. trans.]
ενισχυτής [s. masch.] έννους {έννου | χ...
ενισχυτικός [agg.] εννοώ {εννοείς.....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: