Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ελαιώνας [s. masch.] ελάτι [s. nt.]
ελαμιτικός [agg.] έλατο {-ου κ. -ά...
έλαση {-ης κ. -ά... έλατος [s. masch.]
ελασίτισσα {ελασιτισσ... ελατός [agg.]
έλασμα {ελάσμ-ατο... ελατότητα {χωρ. πληθ...
ελασματοειδής [agg.] ελαττούμενος [agg.]
ελασματοποίηση {-ης κ. -ή... ελάττωμα {ελαττώμ-α...
ελασματοποιώ {-είς...} ελαττωματικός [agg.]
ελασματουργός [s. masch.] ελαττωματικότητα [s. femm.]
ελάσσων [agg.] ελαττωμένος [agg.]
ελαστικά [s. nt. pl.] ελαττώνομαι [v. pass.]
ελαστικό [s. nt.] ελαττώνω {ελάττω-σα...
ελαστικοποιημένος [agg.] Ελαττώνων [agg.]
ελαστικός [agg.] ελάττωση {-ης κ. -ώ...
ελαστικότατος [agg.] ελαύνω [v. trans.]
ελαστικότερος [agg.] ελαφάκι [s. nt.]
ελαστικότητα {χωρ. πληθ... ελάφι {ελαφ-ιού ...
ελαστικώτατος [agg.] ελαφιασμένος [agg.]
ελαστικώτερος [agg.] ελαφίνα [s. femm.]
ελαστιχός [agg.] ελαφίσιος [agg.]
ελαστομερές [s. nt.] ελαφόδερμα [s. nt.]
έλαστρο {ελάστρ-ου... έλαφος {ελάφ-ου |...
ελάτη [s. femm.] ελαφρά [avv.]
ελατήριο {ελατηρί-ο... ελαφραίνω [v. intr.]
ελατηριωτός [agg.] ελαφραίνω {ελάφρυνα}...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: