Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoελάττωμα
sostantivo neutro 1 difetto [m], imperfezione [f] έχει ένα μικρό ελάττωμα στην ομιλία → ha un piccolo difetto di pronuncia | το ποδήλατό μού παρουσιάζει ένα ελάττωμα → la mia bicicletta presenta un difetto 2 difetto [m], vizio [m], cattiva abitudine [f] έχει το κακό ελάττωμα να διακόπτει το συνομιλητή του → ha il brutto difetto di interrompere il suo interlocutore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |