Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
έκδοτα [avv.] έκζεμα {εκζέμ-ατο...
εκδότης {εκδοτών} εκζεματώδης [agg.]
εκδοτικός [agg.] εκζήτηση {-ης κ. -ή...
έκδοτος [agg.] έκθαμβος [agg.]
εκδότρια [s. femm.] εκθαμβώνω {εκθάμβω-σ...
εκδούλευση {-ης κ. -ε... εκθαμβωτικός [agg.]
εκδοχέας {εκδοχ-είς... εκθάπτω [v. trans.]
εκδοχή [s. femm.] εκθειάζω {εκθείασ-α...
έκδοχο {εκδόχ-ου ... εκθειάζων [agg.]
εκδρομέας {εκδρομ-εί... εκθείαση [s. femm.]
εκδρομές [sost femm. pl.] εκθειασμός [s. masch.]
εκδρομή {-ης κ. -ύ... εκθειαστής [s. masch.]
εκδρομικός [agg.] εκθειαστικός [agg.]
έκδυση [s. femm.] εκθειάστρια [s. femm.]
εκδύω Ρ αόρ. εξέ... έκθεμα {εκθέμ-ατο...
εκεί [cong.] εκθεμελιώνω {εκθεμελίω...
εκεί [avv.] εκθεμελίωση [s. femm.]
εκειδά [avv.] εκθεμελιωτής [s. masch.]
εκείθε [avv.] εκθεμελιωτικός [agg.]
εκείθεν [avv.] έκθεση {-ης κ. -έ...
εκείνο [pron.] εκθετήριο {εκθετηρί-...
εκείνοι [pron.] εκθέτης {εκθετών}
εκείνος [agg.] εκθετικός [agg.]
εκείνος [pron. dim.] έκθετο [s. nt.]
εκεχειρία {εκεχειριώ... εκθέτομαι αόρ. εξέθε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: