Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εικοσάχρονος [agg.] ειλικρινέστατος [agg.]
είκοσι [agg. num. card.] ειλικρινέστερος [agg.]
εικοσιένα [agg. num. card.] ειλικρινής {ειλικριν-...
εικοσιένα [nome pr. nt.] ειλικρινώς [avv.]
εικοσιεννιά [agg. num. card.] είλωτας [s. masch.]
είκοσι έξι [agg. num. card.] είμαι {ήμουν | γ...
εικοσιοκτώ [agg. num. card.] ειμαρμένη (χωρίς πλη...
εικοσιπενταετία [s. femm.] ειμή [cong.]
εικοσιπεντάρα [s. femm.] εϊ–μπι–ες [s. nt.]
εικοσιπεντάρης [s. masch.] είναι {ήμουν | γ...
είκοσι πέντε [agg. num. card.] είναι [s. nt.]
είκοσι τέσσερα [agg. num. card.] ειρήνεμα [s. nt.]
εικοσιτετράωρο {εικοσιτετ... ειρήνευση {-ης κ. -ε...
είκοσι τρία [agg. num. card.] ειρηνεύσιμος [agg.]
εικοστό [agg. num. ord.] ειρηνευτής {ειρηνευτρ...
εικοστός [agg.] ειρηνευτικός {μεσν.}
εικοτολογία {εικοτολογ... ειρηνεύω {ειρήν-ευσ...
εικοτολογώ [-είς, -εί... ειρηνεύω {ειρήν-ευσ...
εικών [s. femm.] ειρήνη {χωρ. πληθ...
ειλεΐτιδα [s. femm.] ειρηνικός [agg.]
ειλεός [s. masch.] ειρηνικότατος [agg.]
ειλεοτυφλικός [agg.] ειρηνικότερος [agg.]
ειλικρινά [avv.] ειρηνικώτατος [agg.]
ειλικρινά! [int.] ειρηνικώτερος [agg.]
ειλικρίνεια {χωρ. πληθ... ειρηνισμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: