Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διαπομπευμένος [agg.] διαπρεπώς [avv.]
διαπομπεύομαι [v. pass.] διαπροσωπικός [agg.]
διαπόμπευση [s. femm.] διαπρύσιος [agg.]
διαπόμπευσις [s. femm.] διαπύηση [s. femm.]
διαπομπεύω {διαπόμπευ... διαπυούμαι {διαπυείσα...
διαπόρθμευση [s. femm.] διάπυρος [agg.]
διαπορθμεύω {διαπόρθμε... διαρθρωμένος [agg.]
διαποτίζομαι [v. pass.] διαρθρώνω {διάρθρω-σ...
διαποτίζω {διαπότισ-... διάρθρωση {-ης κ. -ώ...
διαπότιση [s. femm.] διαρθρωτικός [agg.]
διαποτισμένος [agg.] διάρκεια {-ας κ. -ε...
διαποτισμός [s. masch.] διαρκής {διαρκ-ούς...
διαπραγματεύομαι {διαπραγμα... διαρκώ {διαρκείς....
διαπραγμάτευση {-ης κ. -ε... διαρκώς [avv.]
διαπραγματεύσιμος [agg.] διαρπαγή [s. femm.]
διαπραγματευτής [agg.] διαρπαγμένος [agg.]
διαπραγματεύτρια [s. femm.] διαρπάζω {δι-ήρπασα...
διαπραγμένος [agg.] διαρρέω {διέρρευσα...
διάπραξη [s. femm.] διαρρέω {διέρρευσα...
διάπραξις [s. femm.] διαρρηγνύομαι Ρ αόρ. διέ...
διαπράττω Ρ αόρ. διέ... διαρρηγνύω Ρ αόρ. διέ...
διαπρεπέστατος [agg.] διαρρήκτης {διαρρηκτώ...
διαπρεπέστερος [agg.] διάρρηξη {-ης κ. -ή...
διαπρεπής [agg.] διαρρήχνω [v. trans.]
διαπρέπω Ρ αόρ. διέ... διαρροή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: