Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιάρκεια
sostantivo femminile durata [f] η διάρκεια των εξετάσεων → la durata degli esami | η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας → la durata del servizio militare+++κατά τη διάρκεια του… → durante il… permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |