Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διάνοιγμα [s. nt.] διαολεμένα [avv.]
διανοιγμένος [agg.] διαολεμένος [agg.]
διανοίγω {διάνοι-ξα... διαολιά [s. femm.]
διάνοικτος [agg.] διαολιά {χωρ. γεν....
διάνοιξη {-ης κ. -ο... διαολίζω {διαόλισ-α...
διάνοιξις [s. femm.] διαολικός [agg.]
διάνοιχτος [agg.] διαολόκαιρος [s. masch.]
διανομέας {διανομ-εί... διαολοκόριτσο [s. nt.]
διανομή [s. femm.] διαολόπαιδο [s. nt.]
διανοούμαι {διανοήθηκ... διάολος [s. masch.]
διανοούμενη [s. femm.] διαολοστέλνομαι Ρ αόρ. δια...
διανοουμενισμός [s. masch.] διαολοστέλνω Ρ αόρ. δια...
διανοουμενίστικος [agg.] διαπαιδαγωγημένος [agg.]
διανοούμενοι [s. femm.] διαπαιδαγώγηση {-ης κ. -ή...
διανοούμενος [agg.] διαπαιδαγωγικός [agg.]
διανοούμενος {διανοουμέ... διαπαιδαγωγούμαι [v. pass.]
διάνος [s. masch.] διαπαιδαγωγώ {διαπαιδαγ...
διανυκτέρευση {-ης κ. -ε... διαπάλη {χωρ. πληθ...
διανυκτερεύω {μτχ. ενεσ... διά παντός, διαπαντός [avv.]
διάνυσμα {διανύσμ-α... διαπασών [s. femm.]
διανυσματικός [agg.] διαπασών [s. nt.]
διανύω {διάνυσα κ... διαπεπιστευμένος [agg.]
διαξιφισμός [s. masch.] διαπεραίωση [s. femm.]
διαολάκι [s. nt.] διαπέραση [s. femm.]
διαολάκος [s. masch.] διαπεράση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: