Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διακριτικώτατος [agg.] διαλέγω {διάλε-ξα,...
διακριτικώτερος [agg.] διάλειμμα {διαλείμμ-...
διακριτός [agg.] διαλεκτική {χωρ. πληθ...
διακυβέρνηση {-ης κ. -ή... διαλεκτικός [s. masch.]
διακυβερνώ [-άς, -ά] ... διαλεκτολογία [s. femm.]
διακύβευση [s. femm.] διαλεκτολόγος [s. masch. e femm.]
διακυβεύω {διακύβευ-... διάλεκτος {διαλέκτ-ο...
διακυμαίνομαι {διακυμάνθ... διαλελυμένος [agg.]
διακυμαινόμενος [agg.] διάλεξη {-ης κ. -έ...
διακύμανση {-ης κ. -ά... διαλευκαίνω {διαλεύκαν...
διακυττάριος [agg.] διαλεύκανση {-ης κ. -ά...
διακωμωδημένος [agg.] διαλεχτός [agg.]
διακωμώδηση [s. femm.] διαλλαγή [s. femm.]
διακωμωδώ {διακωμωδε... διαλλακτικά [avv.]
διαλάλημα [s. nt.] διαλλακτικός [agg.]
διαλαλημένος [agg.] διαλλακτικότατος [agg.]
διαλάληση [s. femm.] διαλλακτικότερος [agg.]
διαλαλητής [s. masch.] διαλλακτικότητα {χωρ. πληθ...
διαλαλώ {διαλαλείς... διαλλακτικώτατος [agg.]
διαλαμβάνω {διέλαβα} ... διαλλακτικώτερος [agg.]
διαλάμπω {διέλαμψα,... διαλογέας [s. masch.]
διαλανθάνω {διέλαθα} ... διαλογή [s. femm.]
διάλεγμα {διαλέγμ-α... διαλογίζομαι {διαλογίστ...
διαλεγμένος [agg.] διαλογικός [agg.]
διαλέγομαι {διαλέχθηκ... διαλογισμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: