Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γερμανοποίηση [s. femm.] γερομπαμπαλής {γερομπαμπ...
γερμανοποιούμαι [v. pass.] γερομπισμπίκης {γερομπισμ...
γερμανοποιώ [v. trans.] γεροντάκι [s. nt.]
Γερμανός [s. masch.] γεροντάκος [s. masch.]
γερμανοφιλία [s. femm.] γεροντάματα [s. nt. pl.]
γερμανόφιλος [agg.] γέροντας {γερόντων}...
γερμανοφοβία [s. femm.] Γέροντες [s. masch. pl.]
γερμανόφοβος [agg.] γεροντικός [agg.]
γερμανόφοβος [s. masch.] γερόντιο {γεροντί-ο...
γερμάς [s. masch.] γερόντισσα {γεροντισσ...
γερμένος [agg.] γεροντίστικα [avv.]
γερνάω αόρ. γέρασ... γεροντίστικος [agg.]
γερνώ {γερνάς...... γεροντοκόρη {χωρ. γεν....
γερνώ {έγειρα (ν... γεροντοκοριλίκι [s. nt.]
γέρνω {γερνάς...... γεροντοκρατία {χωρ. πληθ...
γέρνω {έγειρα (ν... γεροντολογία {χωρ. πληθ...
γεροδεμένος [agg.] γεροντολογικός [agg.]
γεροδύναμος [agg.] γεροντολόγος [s. masch. e femm.]
γεροκομάω (-) γεροντοπαλίκαρο [s. nt.]
γεροκομείο [s. nt.] γεροντοπαλλήκαρο [s. nt.]
γεροκομημένος [agg.] γεροξεκούτης [agg.]
γεροκομώ [-άς, -ά] γεροξεκούτης [s. masch.]
γεροκουνενές [s. masch.] γεροξεκουτιάρης [s. masch.]
γεροκούσαλο [s. nt.] γεροξεμωράματα [s. nt. pl.]
γεροκούτης [s. masch.] γεροξούρας {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: