Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γεροντάκι
sostantivo neutro
vecchietto [m]
γεροντάκος
sostantivo maschile
lo stesso che γεροντάκι ^-, το^
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γεροκουνενές [-έ, ο] |
γεροκούσαλο [-ου, το] |
γεροκούτης [-η, ο] |
γερομπαμπαλής [-ή, ο] |
γερομπισμπίκης [-η, ο] |
γεροντάκι [-, το] |
γεροντάκος [-ου, ο] |
γεροντάματα [-ων, τα] |
γέροντας [-α, ο] |
Γέροντες [-ων, οι] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|