Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γεροντικός
aggettivo
senile η γεροντική άνοια → demenza senile
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γεροντοκόρη [-ης, η] |
γεροντοκοριλίκι [-ιού, το] |
γεροντοκρατία [-ας, η] |
γεροντολογία [-ας, η] |
γεροντολογικός [-ή, -ό] |
γεροντολόγος [-ου, ο|η] |
γεροντοπαλίκαρο [-ου, το] |
γεροντοπαλλήκαρο [-ου, το] |
γεροξεκούτης [-α, -ικο] |
γεροξεκούτης [-η, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|