Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Γαλάτες {Γαλατών} γαληνεύω {γαλήνε-ψα...
Γαλάτης {Γαλατών} γαληνεύω {γαλήνε-ψα...
Γαλατία [nome pr. femm.] γαλήνη {χωρ. πληθ...
γαλατικός [agg.] γαλήνια [avv.]
γαλατομπούρεκο [s. nt.] γαλήνιος [agg.]
γαλατόπιτα {δύσχρ. γα... γαληνός {υπερθ. γα...
γαλατού [s. femm.] Γαληνότατη [nome pr. femm.]
γαλβανίζω {γαλβάνισ-... γαληνότατος [agg.]
γαλβανικός [agg.] γαληνότερος [agg.]
γαλβάνιση [s. femm.] Γαλικία [nome pr. femm.]
γαλβανισμένος [agg.] γαλικιανά [avv.]
γαλβανισμός [s. masch.] Γαλιλαίος [nome pr. masch.]
γαλβανοκαυτηριασμός [s. masch.] γαλίφης [agg.]
γαλβανομετρία [s. femm.] γαλιφιά [s. femm.]
γαλβανομετρικός [agg.] γαλλί [s. nt.]
γαλβανόμετρο {γαλβανομέ... Γαλλία [nome pr. femm.]
γαλβανοπλαστική {χωρ. πληθ... Γαλλίδα [s. femm.]
γαλβανοπλαστικός [agg.] γαλλικά [s. nt. pl.]
γαλβανοσκόπιο [s. nt.] γαλλικός [agg.]
γαλέος [s. masch.] γάλλιο {γαλλίου}
γαλέρα {δύσχρ. γα... γαλλισμός [s. masch.]
γαλέτα {δύσχρ. γα... γαλλο-ιταλικός [agg.]
γαλή [s. femm.] γαλλομανής [s. masch. e femm.]
γαλήνεμα [s. nt.] γαλλομανία [s. femm.]
γαλήνευση [s. femm.] Γάλλος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: