Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαλβανομετρικός
aggettivo
galvanometrico
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαλβάνιση [-ης, η] |
γαλβανισμένος [-η, -ο] |
γαλβανισμός [-ού, ο] |
γαλβανοκαυτηριασμός [-ού, ο] |
γαλβανομετρία [-ας, η] |
γαλβανομετρικός [-ή, -ό] |
γαλβανόμετρο [-ου, το] |
γαλβανοπλαστική [-ής, η] |
γαλβανοπλαστικός [-ή, -ό] |
γαλβανοσκόπιο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|