Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαλβανισμένος
aggettivo
1 participio passato del verbo γαλβανίζω
2 zincato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαλβανόμετρο [-ου, το] |
γαλβανοπλαστική [-ής, η] |
γαλβανοπλαστικός [-ή, -ό] |
γαλβανοσκόπιο [-ου, το] |
γαλέος [-ου, ο] |
γαλέρα [-ας, η] |
γαλέτα [-ας, η] |
γαλή [-ής, η] |
γαλήνεμα [-ατος, το... |
γαλήνευση [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|