Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βιγλάτορας {βιγλατόρω... βίλα {βιλών}
βίδα {βιδών} βιλαρζία [s. femm.]
βιδάνιο {βιδαν-ιού... βιλίτσα [s. femm.]
βιδέλο [s. nt.] βιμπράφωνο {βιμπραφών...
βιδολόγος [s. masch.] βινιέτα {βινιετών}
βίδωμα [s. nt.] βίντεο [s. nt.]
βιδωμένος [agg.] βιντεοδίσκος [s. masch.]
βιδώνω {βίδω-σα, ... βιντεοεγγραφή [s. femm.]
Βιεννέζα [s. femm.] βιντεοκάμερα {βιντεοκαμ...
βιεννέζικος [agg.] βιντεοκασέτα [s. femm.]
Βιεννέζος [s. masch.] βιντεοκλάμπ [s. nt.]
Βιετκόγκ [s. masch. e femm.] βιντεοπαιχνίδι {βιντεοπαι...
Βιετναμέζα [s. femm.] βιντεοσκοπημένος [agg.]
Βιετναμέζος [s. masch.] βιντεοσκόπηση {-ης κ. -ή...
Βιετναμοποίηση [s. femm.] βιντεοσκοπώ [-είς, -εί...
βίζα {δύσχρ. βι... βιντεοταινία {βιντεοται...
βίζιτα {δύσχρ. βι... βιντεοτέξ [s. nt.]
βιζόν [s. nt.] βιντεοτηλέφωνο {βιντεοτηλ...
βικάριος {βικαρί-ου... βίντζι [s. nt.]
Βίκινγκ {πληθ. Βίκ... βίντσι {βιντσ-ιού...
βικούνα [s. femm.] βινύλιο {βινυλίου)
βικτοριανός [agg.] βιοαποικοδόμηση [s. femm.]
Βίκτωρ {Βίκτ-ορος... βιοαποικοδομούμαι [v. pass.]
Βικτώρια [s. femm.] βιοαστροναυτική [s. femm.]
Βικτωρία [s. femm.] βιοαστροναυτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: