Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιδέλο
sostantivo neutro
vitello [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Βιεννέζα [-ας, η] |
βιεννέζικος [-η, -ο] |
Βιεννέζος [-ου, ο] |
Βιετκόγκ [-, ο|η] |
Βιετναμέζα [-ας, η] |
Βιετναμέζος [-ου, ο] |
Βιετναμοποίηση [-ης, η] |
βίζα [-ας, η] |
βίζιτα [-ας, η] |
βιζόν [-, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|