Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βιλαρζία
sostantivo femminile
schistosoma [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βικτοριανός [-ή, -ό] |
Βίκτωρ [-ορος, ο] |
Βικτώρια [-ας, η] |
Βικτωρία [-ας, η] |
βίλα [-ας, η] |
βιλαρζία [-ας, η] |
βιλίτσα [-ας, η] |
βιμπράφωνο [-ου, το] |
βινιέτα [-ας, η] |
βίντεο [-, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|