Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βιβλιοσυλλέκτρια {βιβλιοσυλ... βιζόν [s. nt.]
βιβλιοφάγος [s. masch. e femm.] βικάριος {βικαρί-ου...
βιβλιοφιλία [s. femm.] Βίκινγκ {πληθ. Βίκ...
βιβλιόφιλος [agg.] βικούνα [s. femm.]
βιβλιοχαρτοπωλείο [s. nt.] βικτοριανός [agg.]
βιβλιόψειρα {δύσχρ. βι... Βίκτωρ {Βίκτ-ορος...
βίβλος [s. femm.] Βικτώρια [s. femm.]
βίγλα {βιγλών} Βικτωρία [s. femm.]
βιγλάτορας {βιγλατόρω... βίλα {βιλών}
βίδα {βιδών} βιλαρζία [s. femm.]
βιδάνιο {βιδαν-ιού... βιλίτσα [s. femm.]
βιδέλο [s. nt.] βιμπράφωνο {βιμπραφών...
βιδολόγος [s. masch.] βινιέτα {βινιετών}
βίδωμα [s. nt.] βίντεο [s. nt.]
βιδωμένος [agg.] βιντεοδίσκος [s. masch.]
βιδώνω {βίδω-σα, ... βιντεοεγγραφή [s. femm.]
Βιεννέζα [s. femm.] βιντεοκάμερα {βιντεοκαμ...
βιεννέζικος [agg.] βιντεοκασέτα [s. femm.]
Βιεννέζος [s. masch.] βιντεοκλάμπ [s. nt.]
Βιετκόγκ [s. masch. e femm.] βιντεοπαιχνίδι {βιντεοπαι...
Βιετναμέζα [s. femm.] βιντεοσκοπημένος [agg.]
Βιετναμέζος [s. masch.] βιντεοσκόπηση {-ης κ. -ή...
Βιετναμοποίηση [s. femm.] βιντεοσκοπώ [-είς, -εί...
βίζα {δύσχρ. βι... βιντεοταινία {βιντεοται...
βίζιτα {δύσχρ. βι... βιντεοτέξ [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: