Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βάλλω {έβαλα (να... βαμβακοπαραγωγός [s. masch.]
βαλμένος [agg.] βαμβακόπιτα [s. femm.]
βαλς [s. nt.] βαμβακοπυρίτιδα [s. femm.]
βάλσαμο [s. nt.] βαμβακουργείο [s. nt.]
βαλσάμωμα [s. nt.] βαμβακουργία [s. femm.]
βαλσαμωμένος [agg.] βαμβακοφυτεία {βαμβακοφυ...
βαλσαμώνω (βαλσάμωσα... βάμβαξ {βάμβακος ...
βαλσαμωτής [s. masch.] βάμμα {βάμμ-ατος...
βάλσιμο [s. nt.] βαμμένος [agg.]
βαλτικός [agg.] βαμπ [s. femm.]
βάλτοι [s. masch. pl.] βάνα {χωρ. γεν....
βαλτός [agg.] βανάδιο {βαναδίου}
βάλτος [s. masch.] βάναυσα [avv.]
βαλτότοπος [s. masch.] βάναυσος [agg.]
βαλτώδης [agg.] βαναυσότατος [agg.]
βαλτωμένος [agg.] βαναυσότερος [agg.]
βαλτώνω {βάλτω-σα,... βαναυσότητα [s. femm.]
βαμβακέλαιο [s. nt.] βαναυσούργημα [s. nt.]
βαμβακερός [agg.] βανδαλικός [agg.]
βαμβάκη [s. femm.] βανδαλισμός [s. masch.]
βαμβάκι [s. nt.] βάνδαλος {βανδάλ-ου...
βαμβακιά [s. femm.] βανίλια {χωρ. γεν....
βαμβακοκαλλιέργεια {βαμβακοκα... βανιλίνη [s. femm.]
βαμβακοκαλλιεργητής [s. masch.] βάνω (έβαλα, βά...
βαμβακοπαραγωγή [s. femm.] βαποράκι {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: