Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βάμμα
sostantivo neutro
chimica tintura [f] το βάμμα ιωδίου → tintura di iodio
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βαμβακοπυρίτιδα [-ας, η] |
βαμβακουργείο [-ου, το] |
βαμβακουργία [-ας, η] |
βαμβακοφυτεία [-ας, η] |
βάμβαξ [-ακος, ο] |
βάμμα [-ατος, το... |
βαμμένος [-η, -ο] |
βαμπ [-, η] |
βάνα [-ας, η] |
βανάδιο [-ιού, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|