Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αυτεξόριστος [agg.] αυτοανοσοποίηση [s. femm.]
αυτεξούσιο [s. nt.] αυτοανοσοποιούμαι [v. pass.]
αυτεξούσιος [agg.] αυτοάνοσος [agg.]
αυτεξουσιότητα [s. femm.] αυτοαπασχόληση {-ης κ. -ή...
αυτεπάγγελτα [avv.] αυτοαπασχολούμενος [agg.]
αυτεπαγωγή [s. femm.] αυτοαπατώμαι αυταπατάτα...
αυτεπανάληψη [s. femm.] αυτοαποκαλούμαι παθ. αόρ. ...
αυτεπιβολή [s. femm.] αυτοαποκαλούμενος [agg.]
αυτεπίγνωση {-ης κ. -ώ... αυτοβιογραφία {αυτοβιογρ...
αυτερωτισμός [s. masch.] αυτοβιογραφικός [agg.]
αυτές [pron.] αυτοβοεί [avv.]
αυτή [pron.] αυτοβούλως [avv.]
αυτήκοος [s. masch. e femm.] αυτογαμία {χωρ. πληθ...
αυτήν [pron.] αυτόγαμος [s. masch.]
αυτί [s. nt.] αυτογενής [agg.]
αυτισμός [s. masch.] αυτογκόλ [s. nt.]
αυτιστικός [agg.] αυτογνωσία [s. femm.]
αυτό (-) αυτογονιμοποίηση {-ης κ. -ή...
αυτο– [pref.] αυτογονιμοποιούμενος [agg.]
αυτοαγωγή [s. femm.] αυτογραφικός [agg.]
αυτοάμυνα {χωρ. πληθ... αυτόγραφο [s. nt.]
αυτοαναγκασμός [s. masch.] αυτόγραφος [agg.]
αυτοανακηρύσσομαι {αυτοανακη... αυτογράφος [s. masch.]
αυτοαναφλέγομαι [v. pass.] αυτόγυρο [s. nt.]
αυτοανάφλεξη [s. femm.] αυτοδημιούργημα [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: