Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αυτογονιμοποίηση
sostantivo femminile
1 autofecondazione [f]
2 autogamia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αυτογαμία [-ας, η] |
αυτόγαμος [-ου, ο] |
αυτογενής [-ής, -ές] |
αυτογκόλ [-, το] |
αυτογνωσία [-ας, η] |
αυτογονιμοποίηση [-ης, η] |
αυτογονιμοποιούμενος [-η, -ο] |
αυτογραφικός [-ή, -ό] |
αυτόγραφο [-ου, το] |
αυτόγραφος [-η, -ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|