Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ατμοποιώ (ατμοποί-η... ατομισμός [s. masch.]
ατμός [s. masch.] ατομιστής [s. masch.]
ατμοστρόβιλος {ατμοστροβ... ατομιστικός [agg.]
ατμόσφαιρα, (raro) ατμοσφαίρα {χωρ. πληθ... ατομίστρια [s. femm.]
ατμοσφαιρικός [agg.] άτομο {ατόμ-ου |...
ατοίμαστος [agg.] ατομοκρατία {χωρ. πληθ...
ατοκία [s. femm.] άτονα [avv.]
άτοκος [agg.] ατόνηση [s. femm.]
ατόλη {χωρ. γεν.... ατόνησις [s. femm.]
ατόλλη {χωρ. γεν.... ατονία {χωρ. πληθ...
άτολμα [avv.] ατονικός [agg.]
ατολμία, (raro) ατολμιά [s. femm.] ατονικότητα [s. femm.]
άτολμος [agg.] ατόνιστος [agg.]
ατολμότατος [agg.] άτονος [agg.]
ατολμότερος [agg.] ατονώ {ατονείς.....
ατομικά [avv.] ατοξικός [agg.]
ατομικευμένος [agg.] ατόπημα {ατοπήμ-ατ...
ατομίκευση [s. femm.] ατοπία [s. femm.]
ατομικεύω {ατομίκευ-... άτοπος [agg.]
ατομικισμός {χωρ. πληθ... ατού [s. nt.]
ατομικιστής [s. masch.] ατόφιος [agg.]
ατομικιστικός [agg.] ατόφυα [avv.]
ατομικίστρια [s. femm.] ατόφυος [agg.]
ατομικός [agg.] ατόφωτος [agg.]
ατομικότητα {ατομικοτή... ατραγούδητα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: