Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoατμόσφαιρα, (raro) ατμοσφαίρα
sostantivo femminile 1 atmosfera [f]; aria [f] μολυσμένη ατμόσφαιρα → aria inquinata | καθαρή ατμόσφαιρα → aria pulita 2 figurato atmosfera [f]; ambiente [m] φιλική ατμόσφαιρα → atmosfera amichevole | ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα → atmosfera carica d'elettricità | εχθρική ατμόσφαιρα → atmosfera ostile | υποβλητική ατμόσφαιρα → atmosfera suggestiva permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |