Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoατομικός
aggettivo 1 personale ατομική περιουσία → patrimonio personale | ατομική ιδιοκτησία → proprietà personale | ατομική υγιεινή → igiene personale 2 fisica atomico ατομικό βάρος → peso atomico | ατομική βόμβα → bomba atomica 3 (προσωπικός) individuale; dell'individuo ατομικό συμφέρον → interesse individuale | ατομικές ελευθερίες → libertà individuali permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiη ατομική ενέργεια = energia θηλ. nucleare Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |