Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αριστείο [s. nt.] αριστοκράτισσα {αριστο-κρ...
αριστερά [s. femm.] άριστος [agg.]
αριστερά [avv.] άριστος [agg.]
αριστερισμός [s. masch.] ά§ρι§στος [agg.]
αριστεριστής [s. masch.] αριστοτέλειος [agg.]
αριστερίστικος, (raro) αριστεριστικός [agg.] Αριστοτέλης {-η κ. -ου...
αριστερίστρια {αριστερισ... αριστοτελικός [agg.]
αριστερός [agg.] αριστοτελισμός [s. masch.]
αριστερόστροφα [avv.] αριστοτέχνημα {αριστοτεχ...
αριστερόστροφος [agg.] αριστοτέχνης {αριστοτεχ...
αριστερότατος [agg.] αριστοτεχνικά [avv.]
αριστερότερος [agg.] αριστοτεχνικός [agg.]
αριστερόχειρας {αριστεροχ... αριστοτεχνικώς [avv.]
αριστερόχειρη {αριστεροχ... αριστοτέχνισσα {αριστο-τε...
αριστεροχέρα [s. femm.] αριστούργημα {αριστουργ...
αριστερώτατος [agg.] αριστούργημα! {αριστουργ...
αριστερώτερος [agg.] αριστουργηματικά [avv.]
αριστεύω {αρίστευσα... αριστουργηματικός [agg.]
αριστοκράτες [s. masch. pl.] αριστούχος [agg.]
αριστοκράτης {αριστοκρα... Αριστοφάνης {-η κ. -ου...
αριστοκρατία {χωρ. πληθ... αριστοφανικός [agg.]
αριστοκράτιδα [s. femm.] αρίφνητος [agg.]
αριστοκρατικός [agg.] Αρίωνας [s. masch.]
αριστοκρατικότητα {χωρ. πληθ... Αρκάδας [s. masch.]
αριστοκράτις [s. femm.] Αρκαδία [nome pr. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: