Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαριστερός
aggettivo 1 sinistro το αριστερό πόδι → la gamba sinistra | γράψει με το αριστερό → scrive con la sinistra | σουτάρει με το αριστερό → tira solo di sinistro | αριστερός χαφ → mezzo sinistro 2 mancino 3 politica di sinistra τα αριστερά κόμματα → i partiti di sinistra αριστερότατος aggettivo superlativo di αριστερός αριστερότερος aggettivo comparativo di αριστερός αριστερώτατος aggettivo superlativo di αριστερός αριστερώτερος aggettivo comparativo di αριστερός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |