Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αίνος [s. masch.] αισθαντικότητα [s. femm.]
άιντε pl, άιντεσ... αισθαντικώτατος [agg.]
αινώ {αινείς...... αισθαντικώτερος [agg.]
αινών [s. masch.] αίσθημα {αισθήμ-ατ...
αιξωνεύομαι [v. pass.] αισθηματίας {αισθηματι...
Αιολείς {Αιολέων} ... αισθηματικός [agg.]
αιολικός [agg.] αισθηματικότατος [agg.]
Αιολίς [s. femm.] αισθηματικότερος [agg.]
Αίολος {-ου κ. -ό... αισθηματικότης [s. femm.]
αϊπάρθενος [agg.] αισθηματικότητα {χωρ. πληθ...
αίρεση {-ης κ. -έ... αισθηματικώτατος [agg.]
αιρεσιάρχης {αιρεσιαρχ... αισθηματικώτερος [agg.]
αιρετικός [agg.] αισθηματολογία {αισθηματο...
αιρετικότητα [s. femm.] αισθηματολόγος [agg.]
αιρετοκρίτης [s. masch.] αισθηματολογώ {αισθηματο...
αιρετός [agg.] αίσθηση {-ης κ. -ή...
αιρκοντίσιον [s. nt.] αισθησιακά [avv.]
αιρόμενος [agg.] αισθησιακός [agg.]
αίρω {ήρα (να/θ... αισθησιακότητα [s. femm.]
αισθάνομαι {αισθάνθηκ... αισθησιαρχία {χωρ. πληθ...
αισθάνομαι {αισθάνθηκ... αισθησιασμός [s. masch.]
αισθαντικός [agg.] αισθησιοκράτης [s. masch.]
αισθαντικότατος [agg.] αισθησιοκρατία {χωρ. πληθ...
αισθαντικότερος [agg.] αισθησιοκρατικός [agg.]
αισθαντικότης [s. femm.] αισθησιολογία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: