Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαισθάνομαι
verbo passivo 1 sentire; avvertire αισθαίνομαι κάποια ενόχληση στο πλευρό → avverto il dolore al fianco | αισθαίνομαι τον ήλιο να καίει την πλάτη μου → sento che il sole mi sta bruciando le spalle 2 sentire; provare αισθαίνομαι μίσος → provare odio | αισθαίνομαι πόνο → sentire dolore | αισθαίνομαι χαρά → sentire gioia | αισθαίνομαι έκπληξη → provare sorpresa | αισθαίνομαι τη δυστυχία του → sento, condivido la sua infelicità | σε αισθαίνομαι δικό μου άνθρωπο → ti considero come persona a me vicina 3 accorgersi; avere l'impressione; avvertire αισθαίνομαι πως με κοροϊδεύεις → ho l'impressione che tu mi stia prendendo in giro | αισθάνθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά → mi accorsi che qualcosa non andava bene αισθάνομαι verbo passivo (νιώτω) sentirsi αισθαίνομαι κουρασμένος → sentirsi stanco | αισθαίνομαι θλιμμένος → sentirsi triste | αισθαίνομαι καλά → sentirsi bene | αισθαίνομαι άσχημα → sentirsi male | αισθαίνομαι αμηχανία → mi sento in imbarazzo | αισθαίνομαι ανήμπορος μπροστά στην αδικία → mi sento impotente di fronte all'ingiustizia αιστάνομαι verbo passivo variante di αισθάνομαι ηστάνομαι verbo passivo variante di αισθάνομαι permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiαισθάνομαι έναν πόνο = avvertire un dolore || αισθάνομαι άνετα = sentirsi a proprio agio || αισθάνομαι άσχημα = sentirsi male Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |