Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαισθηματικός
aggettivo sentimentale αισθηματική ταινία → film d'amore | αισθηματικός τύπος → tipo sensibile | αισθηματικό τραγούδι → canzone sentimentale αισθηματικότατος aggettivo superlativo di αισθηματικός αισθηματικότερος aggettivo comparativo di αισθηματικός αισθηματικώτατος aggettivo superlativo di αισθηματικός αισθηματικώτερος aggettivo comparativo di αισθηματικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |