Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Αιγαιοπελαγίτισσα [s. femm.] Αιγυπτιώτισσα {Αιγυπτιωτ...
Αιγάλεο [s. nt.] Αίγυπτο gen Aιγύπτ...
Αιγεύς [s. masch.] Αίγυπτος {Αιγύπτου}...
αιγιαλός [s. masch.] αιδεσιμότατος {-ου κ. -ά...
αιγίδα [s. femm.] αιδεσιμότης [s. femm.]
αιγινήτικος [agg.] αιδεσιμότητα (η)
Αιγινίτης [s. masch.] αιδεσιμώτατος [agg.]
Αιγινίτισσα [s. femm.] αιδέσμιος [agg.]
αιγίς [s. femm.] αϊδημητριάτης [s. masch.]
Αίγισθος {-ου κ. -ί... αϊδημητριάτικος [agg.]
αϊγιωργίτης [s. masch.] αιδημοσύνη {χωρ. πληθ...
αϊγιωργίτικος [agg.] αιδήμων {αιδήμ-ονο...
Αιγιώτισσα [s. femm.] Αιδηψό [nome pr. femm.]
αίγλη {χωρ. πληθ... αιδοιικός [agg.]
αιγλοβολία [s. femm.] αιδοίο [s. nt.]
αιγοβοσκός [s. masch.] αιδοιοκολπικός [agg.]
αιγοκάμηλος [s. femm.] αιδοιοκολπίτιδα [s. femm.]
Αιγόκερος gen Aιγόκε... αιδώς {αιδ-ούς, ...
Αιγόκερως {αιγόκερ-ω... αίθα [s. femm.]
αιγοπρόβατα {αιγοπροβά... αιθάλη {χωρ. πληθ...
Αιγύπτια, (raro) Αιγυπτία [s. femm.] αιθαλομίχλη {χωρ. πληθ...
αιγυπτιακός [agg.] αιθάνιο {αιθανί-ου...
αιγυπτιολογία [s. femm.] αιθέρας [s. masch.]
αιγυπτιολόγος [s. masch. e femm.] αιθέρια [avv.]
Αιγύπτιος [s. masch.] αιθερικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: