Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αιγοκάμηλος
sostantivo femminile
alpaca o alpaca ^mf^
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αϊγιωργίτικος [-η, -o] |
Αιγιώτισσα [η] |
αίγλη [-ης, η] |
αιγλοβολία [-ας, η] |
αιγοβοσκός [-ού, ο] |
αιγοκάμηλος [-ου, η] |
Αιγόκερος [-ου, ο] |
Αιγόκερως [-ου, ο] |
αιγοπρόβατα [-ων, τα] |
Αιγύπτια, (raro) Αιγυπτία [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|