Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αϊγιωργίτης
sostantivo maschile
variante di αγιωργίτης
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αιγοβοσκός [-ού, ο] |
αιγοκάμηλος [-ου, η] |
Αιγόκερος [-ου, ο] |
Αιγόκερως [-ου, ο] |
αιγοπρόβατα [-ων, τα] |
Αιγύπτια, (raro) Αιγυπτία [-ας, η] |
αιγυπτιακός [-ή, -ό] |
αιγυπτιολογία [-ας, η] |
αιγυπτιολόγος [-ου, ο|η] |
Αιγύπτιος [-ου, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|