Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
άγνεθος [agg.] αγνωσία, (raro) αγνωσιά {χωρ. πληθ...
αγνεία [s. femm.] αγνωστικισμός {χωρ. πληθ...
άγνεφος [agg.] αγνωστικιστής [s. masch.]
αγνίζω {άγνισ-α, ... αγνωστικίστρια [s. femm.]
αγνισμένος [agg.] άγνωστο [s. nt.]
αγνισμός [s. masch.] άγνωστος [agg.]
αγνοηθείς [agg.] άγνωστος {αγνώστ-ου...
αγνοημένος [agg.] αγόγγυστα [avv.]
άγνοια {άγν-οιας ... αγόγγυστος [agg.]
άγνοιαστος [agg.] άγονα [avv.]
αγνοούμενος [agg.] αγονάτιστα [avv.]
αγνός [agg.] αγονία {χωρ. πληθ...
αγνότατος [agg.] άγονος [agg.]
αγνότερος [agg.] αγορά [s. femm.]
αγνότη [s. femm.] αγοράζω {αγόρασ-α,...
αγνότης [s. femm.] αγοραίος [agg.]
αγνότητα {χωρ. πληθ... αγοράκι [s. nt.]
αγνοώ {αγνοείς..... αγορανομία {αγορανομι...
αγνοών [agg.] αγορανομικός [agg.]
αγνώμονας [agg.] αγοραπωλησία {αγοραπωλη...
άγνωμος [agg.] αγορασμένος [agg.]
αγνωμοσύνη {χωρ. πληθ... αγοραστής [s. masch.]
αγνώμων {αγνώμ-ονο... αγοραστικός [agg.]
αγνώριστος [agg.] αγοράστρια {αγοραστρι...
άγνωρος [agg.] αγοραφοβία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: