Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
άγνωρος
aggettivo
esordiente; inesperto
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αγνώμονας [-ων, -ον ... |
άγνωμος [-η, -ο] |
αγνωμοσύνη [-ης, η] |
αγνώμων [-ων, -ον ... |
αγνώριστος [-η, -ο] |
άγνωρος [-η, -ο] |
αγνωσία, (raro) αγνωσιά [-ας, η] |
αγνωστικισμός [-ού, ο] |
αγνωστικιστής [-ή, ο] |
αγνωστικίστρια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|