Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αγονία
sostantivo femminile
1 infecondità [f]
2 sterilità [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αγοράκι [--, το] |
αγορανομία [-ας, η] |
αγορανομικός [-ή, -ό] |
αγοραπωλησία [-ας, η] |
αγορασμένος [-η, -o] |
αγοραστής [-ή, ο] |
αγοραστικός [-ή, -ό] |
αγοράστρια [-ας, η] |
αγοραφοβία [-ας, η] |
αγοραφοβικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|