Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κέντρο  
sostantivo neutro

1 centro [m] anche in senso figurato το κέντρο της γης il centro della terra | το ιστορικό κέντρο της πόλης il centro storico della città | εμπoρικό κέντρο centro commerciale | νευρικό κέντρο centro nervoso | τα κόμματα του κέντρου i partiti di centro | κέντρα εξουσίας centri del potere | τηλεφωνικό κέντρο centralino
2 locale [m], ritrovo [m] χτες πήγαμε σ'ένα νυχτερινό κέντρο ieri siamo stati in un locale notturno

permalink
continua sotto

<<  κεντρισμένος κεντροαριστερός  >>

Locuzioni, modi di dire, esempi


το τηλεφωνικό κέντρο = centralino αρσ. || το εμπορικό κέντρο = centro αρσ. commerciale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---