Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκεντρικός
aggettivo 1 centrale, del centro κεντρική Αμερική → America Centrale | κεντρικός δρόμος → strada centrale 2 centrale, principale κεντρική διεύθυνση → direzione centrale | κεντρικός αγωγός → condotto centrale | κεντρική είσοδος → ingresso principale +++ κεντρική θέρμανση → riscaldamento centrale, centralizzato κεν§τρι§κό§τα§τος aggettivo superlativo di κεντρικός κεν§τρι§κό§τε§ρος aggettivo comparativo di κεντρικός κεν§τρι§κώ§τα§τος aggettivo superlativo di κεντρικός κεν§τρι§κώ§τε§ρος aggettivo comparativo di κεντρικός permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiτα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας = centrale θηλ. di polizia || το κεντρικό κλίτος = navata θηλ. centrale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |