Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαταχωρίζω
verbo transitivo registrare, iscrivere, inserire καταχωρίζω έσοδα και έξοδα → registrare le entrate e le uscite | καταχωρίζω ένα ποσόν στα λογιστικά βιβλία → iscrivere una somma nei libri contabili | καταχωρίζω αγγελία στις εφημερίδες → inserire un annuncio sui giornali καταχωρούμαι verbo passivo variante di καταχωρίζομαι καταχωρώ verbo transitivo variante di καταχωρίζω permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |