Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαίριος
aggettivo 1 tempestivo υπήρξε καίρια η επέμβαση της αστυνομίας → l'intervento della polizia è stato tempestivo 2 letale, mortale καίριο πλήγμα για την οικονομία → un colpo mortale per l'economia | καίρια σημεία του σώματος → punti vitali del corpo | καίρια σημεία → punti nevralgici, strategici permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |