Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoγυναικείος
aggettivo 1 femminile; della donna γυναικείο σώμα → corpo femminile | γυναικεία διαίσθηση → intuito femminile | γυναικεία πονηριά → astuzia femminile 2 per le donne; da donna γυναικείο περιοδικό → rivista per le donne | γυναικείο πουκάμισο → camicetta da donna permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |