Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γραμμογράφος
sostantivo maschile
1 riga [f]
2 righello [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γραμμόφωνο [-ου, το] |
γράμμωση [-ης, η] |
γραμμωτός [-ή, -ό] |
γρανάζι [-ιού, το] |
γραναζοκιβώτιο [-ου, το] |
γραναζοκόφτης [-η, ο] |
γρανίτα [-ας, η] |
γρανιτένιος [-ια, -ιο] |
γρανίτης [-η, ο] |
γρανιτικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|