Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γραμματειακός
aggettivo
segretariale
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γραμματικός [-ή, -ό] |
γραμματικός [-ού, ο] |
γραμμάτιο [-ιου, το] |
γραμματισμένος [-η, -ο] |
γραμματοδιδάσκαλος [-ου, ο] |
γραμματοκιβώτιο [-ου, το] |
γραμματοκομιστής [-ή, ο] |
γραμματολογία [-ας, η] |
γραμματοσειρά [-άς, η] |
γραμματόσημα [-ατων, τα... |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|