Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαλακτοκόμος
sostantivo maschile
allevatore [m] di mucche da latte
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαλακτογόνος [-ος, -ο] |
γαλακτόζη [-ης, η] |
γαλακτοκομείο [-ου, το] |
γαλακτοκομία [-ας, η] |
γαλακτοκομικός [-ή, -ό] |
γαλακτοκόμος [-ου, ο] |
γαλακτόμετρο [-ου, ο] |
γαλακτομπούρεκο [-ου, το] |
γαλακτοπαραγωγή [-ής, η] |
γαλακτοπαραγωγός [-ού, ο|η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|