Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαλακτούχος
aggettivo
1 latteo
2 lattescente
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαλακτοπωλείο [-ου, το] |
γαλακτοπώλης [-η, ο] |
γαλακτοπώλις [-εως, η] |
γαλακτοπώλισσα [-ας, η] |
γαλακτοσκόπιο [-ου, ο] |
γαλακτούχος [-α, -ο] |
γαλακτοφόρος [-α, -ο] |
γαλακτώδης [-ης, -ες] |
γαλάκτωμα [-ατος, το... |
γαλακτωματοποιητής [-ή, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|