Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


εκτεταμένος  
aggettivo

1 participio passato del verbo εκτείνω
2 vasto, ampio, esteso, lungo εκτεταμένη περιοχή vasta zona | έπειτα από εκτεταμένες έρευνες dopo lunghe ricerche
3 immenso, ingente εκτεταμένες ζημιές danni ingenti

permalink
continua sotto

<<  εκτεταμένα εκτίθεμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---