Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδυναμικός
aggettivo 1 (δραστήριος) dinamico δυναμικός επιχειρηματίας → imprenditore dinamico 2 (έντονος) forte; energico δυναμική διαμαρτυρία → energica protesta δυναμικότατος aggettivo superlativo di δυναμικός δυναμικότερος aggettivo comparativo di δυναμικός δυναμικώτατος aggettivo superlativo di δυναμικός δυναμικώτερος aggettivo comparativo di δυναμικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |