Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδρόμος
sostantivo maschile 1 strada [f], cammino [m] η κακοκαιρία δυσκόλεψε το δρόμο μας → il maltempo ci rese difficile il cammino | έχουμε ακόμη δύο ώρες δρόμο → abbiamo ancora due ore di strada 2 via [f]; strada [f]; corso [m] σε ποιο δρόμο μένεις; → in che via abiti? | το φαρμακείο βρίσκεται στον τρίτο δρόμο δεξιά → la farmacia si trova nella terza strada a destra | ιδιωτικός δρόμος → via privata 3 sport corsa [f] δρόμος μετ' εμποδίων → corsa ad ostacoli+++ανοίγω δρόμο μες στο πλήθος → aprirsi, farsi strada tra la folla | ανοίγω καινούριους δρόμους → aprire nuove strade | παίρνω τους δρόμους → vagabondare, andare in giro | (πάρε) δρόμο! → via (di qua)! | κόβω δρόμο → prendere una scorciatoia | πήρε τον κακό δρόμο → ha preso una brutta strada | βρήκε το δρόμο του → ha trovato la sua strada | γυναίκα του δρόμου → donna di strada permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiκατά μήκος του δρόμου = lungo la strada || το μπλόκο στο δρόμο = posto αρσ. di blocco || ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης = strada θηλ. a doppio senso || ο ανώμαλος δρόμος = strada θηλ. dissestata Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |