Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


δρομολόγιο  
sostantivo neutro

1 (απόσταση) itinerario, percorso; corsa πόσα δρομολόγια την ημέρα κάνει το καραβάκι;quante corse al giorno fa il vaporetto? | ποιο δρομολόγιο θα ακολουθήσεις;che itinerario seguirai? | σήμερα το λεωφορείο άλλαξε δρομολόγιο λόγω της διαδήλωσηςoggi l'autobus ha cambiato percorso a causa della manifestazione
2 (κατάλογος) orario το θερινό δρομολόγιο των τρένωνl'orario estivo dei treni

permalink
continua sotto

<<  δρομολόγησις δρομολογώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---